χωρατό

χωρατό
το шутка, острота;

§ δεν σηκώνει χωρατά — он не понимает шуток;

στα χωρατά — в шутку;

шутки ради;

γυρίζω κάτι στο χωρατό — превращать что-л, в шутку;

δεν είναι χωρατά — это не шутка;

ν' αφήσουμε τα χωρατά! — шутки в сторону!


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "χωρατό" в других словарях:

  • χωρατό — το 1. αστεϊσμός, αστείο, πείραγμα άκακο: Έκανε κι αυτός ένα χωρατό, κι εσείς το παρεξηγήσατε. 2. ο πληθ., χωρατά χωρίς άρθρο ως επίρρ., για αστεϊσμό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χωρατό — το, Ν 1. αστείο, αστεϊσμός 2. άκακο πείραγμα 3. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) χωρατά στ αστεία («μήν τό παίρνεις σοβαρά, χωρατά τό πα»). [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματ. από το ρ. χωρατεύω*] …   Dictionary of Greek

  • αστείος — α, ο (AM ἀστεῖος, α, ον και ος, ον) 1. (για λόγο) ο έξυπνος, ο ευτράπελος 2. (για πρόσ.) ο ευχάριστος, ο ευφυολόγος νεοελλ. 1. ο μηδαμινός, ο ασήμαντος («αστείο κέρδος») 2. το ουδ. ως ουσ. το ευφυολόγημα, το χωρατό, η εξυπνάδα αρχ. 1. ο… …   Dictionary of Greek

  • χωρατάς — ο, Ν [χωρατό] αστεϊσμός, χωρατό …   Dictionary of Greek

  • γελοιασμός — ο (AM γελοιασμός) [γελοιάζω] αστεϊσμός, χωρατό …   Dictionary of Greek

  • ερεσχελία — ἐρεσχελία και ἐρεσχηλία, ἡ (AM) [ερεσχελώ] 1. φλυαρία, μωρολογία, ανόητος λόγος 2. πείραγμα, χωρατό, χυδαίος αστεϊσμός 3. εριστικός λόγος, φιλονεικία …   Dictionary of Greek

  • μέτωρο — το αστείο, χωρατό. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. τού επιθ. μέτωρος*] …   Dictionary of Greek

  • μέτωρος — η, ο αυτός που κάνει αστεία, χωρατατζής. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, πρόκειται για το επίθ. μετέωρος (με συναίρεση τής β συλλαβής), ενώ κατ άλλη άποψη από μετά + ώρα, χωρατό ανούσιο επειδή δεν λέγεται στην ώρα του] …   Dictionary of Greek

  • μετρίασμα — το (Μ μετρίασμα και μετρίασμαν και μιτρίασμα) [μετριάζω] μετρίαση, μετριασμός, περιορισμός μσν. 1. αστεϊσμός, χωρατό 2. σάτιρα 3. διασκέδαση, ευχαρίστηση …   Dictionary of Greek

  • μετριασμός — ο (Α μετριασμός) [μετριάζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μετριάζω η ελάττωση τής οξύτητας ή τής έντασης, περιστολή, περιορισμός («μετριασμός τής ποινής») νεοελλ. μτφ. ανακούφιση, καταπράυνση, άμβλυνση αρχ. χαριεντισμός, αστειότητα, χωρατό …   Dictionary of Greek

  • χωρατά — Ν επίρρ. βλ. χωρατό …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»